- πεμπαζόμενοι
- πεμπάζωcount on the five fingerspres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεμπάζω — Α 1. μετρώ στα πέντε δάχτυλα, δηλ. αριθμώ κατά πεντάδες 2. μετρώ, υπολογίζω 3. μτφ. αναλογίζομαι, εξετάζω 4. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ.) οι πεμπαζόμενοι (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιστρεφόμενοι, ἐκπληττόμενοι, μεριμνῶντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπε, αιολ … Dictionary of Greek